μητραλοίας — μητραλοίᾱς , μητραλοίας striking one s mother masc acc pl μητραλοίᾱς , μητραλοίας striking one s mother masc nom sg (attic epic doric aeolic) μητραλοίᾱς , μητραλοίης masc acc pl μητραλοίᾱς , μητραλοίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραλοῖαι — μητραλοίας striking one s mother masc nom/voc pl μητραλοίης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραλοίαις — μητραλοίας striking one s mother masc dat pl μητραλοίης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραλοίου — μητραλοίας striking one s mother masc gen sg μητραλοίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
μητραλώας — μητραλῴας, ὁ (Μ) βλ. μητραλοίας … Dictionary of Greek
μητροκτόνος — ο (Α μητροκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη μητέρα του, ο μητραλοίας αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητροκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κτονος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
μητρολώας — μητρολῴας, ὁ (Α) βλ. μητραλοίας … Dictionary of Greek
ՄԱՅՐԱՏԱՆՋ — (ի, ից.) NBH 2 0201 Chronological Sequence: 6c ա. μητραλόιας matris percussor, matricida. Տանջօղ եւ սպանօղ մօր իւրոյ, եւ որ ինչ ա՛նկ է մայրատանջից. *Ո՞ հայրատանջ եւ մայրատանջ դատաստանս յիրաւի կրեսցէ, յաստեղաց ակամայ ʼի սատակումն բուսողաց (այսինքն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μητραλοίαν — μητραλοίᾱν , μητραλοίας striking one s mother masc acc sg (attic epic doric aeolic) μητραλοίᾱν , μητραλοίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)